-
1 ἐπεισηγέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεισηγέομαι
-
2 ἐπ-εις-ηγέομαι
ἐπ-εις-ηγέομαι, noch dazu einführen, zeigen, τοῖς ναυτικοῖς τὴν τῶν ἱστίων χρείαν D. Sic. 5, 7.
См. также в других словарях:
επεισηγούμαι — ἐπεισηγοῡμαι, έομαι (Α) [εισηγούμαι] εισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῑς ναυτικοῑς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.) … Dictionary of Greek